- θερμόαιμος
- -η, -ο1. ζωηρός, ευερέθιστος: Μερικοί θερμόαιμοι νεαροί δημιούργησαν επεισόδια.2. ζώο που έχει σταθερή θερμοκρασία στο σώμα του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
θερμόαιμος — η, ο 1. ζωηρός 2. ευέξαπτος, ευερέθιστος 3. ζωολ. λανθασμένος όρος που αναφέρεται σε ζώα τα οποία, ανεξάρτητα από τις μεταβολές τού εξωτερικού περιβάλλοντος, διατηρούν σταθερή τη θερμοκρασία τού σώματος τους, αντί τού ορθού ομοιόθερμος. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
θέρμαιμος — η, ο ο θερμόαιμος* … Dictionary of Greek
θερμ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής, το οποίο προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. «θερμός, ζεστός». Το θερμ(ο) χρησίμευσε και ως α συνθετικό πολλών επιστημονικών όρων τών νεώτερων ευρωπαϊκών γλωσσών (πρβλ. θερμογράφος,… … Dictionary of Greek
θερμοαιμία — η [θερμόαιμος] η ιδιότητα τού θερμόαιμου … Dictionary of Greek
θερμόβουλος — θερμόβουλος, ον (Α) αυτός που έχει θερμή ιδιοσυγκρασία, ο θερμόαιμος, ο ορμητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + βουλος (< βουλή < βούλομαι), πρβλ. δί βουλος, επί βουλος, σύμ βουλος] … Dictionary of Greek
θερμός — Είδος δοχείου που αποσκοπεί στη διατήρηση της θερμοκρασίας των τροφών ή των υγρών που περιέχει. Αποτελείται από ένα γυάλινο δοχείο με διπλά τοιχώματα, ανάμεσα στα οποία δημιουργείται κενό αέρα, και από ένα προστατευτικό κάλυμμα που το περιβάλλει … Dictionary of Greek
μελαγχολία — Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από συνεχή και επίμονη θλίψη, υπερβολική και ανεξήγητη με βάση τους εξωτερικούς παράγοντες, από ελάττωση όλων των ψυχικών λειτουργιών, από αίσθημα ανικανότητας, ανεπάρκειας και ενοχής, από τάση αυτοκαταστροφής που σε… … Dictionary of Greek
παράθερμος — ον, Α 1. πάρα πολύ θερμός 2. μτφ. για πρόσ. θερμόαιμος … Dictionary of Greek
ύφαιμος — ον, Α 1. γεμάτος αίμα, καταματωμένος («ώστε ὕφαιμοι μὲν oἱ βραχίονες καὶ οἱ καρποὶ τῶν χειρῶν αὐτῆς ἐγένοντο», Δημοσθ.) 2. (για την ιδιοσυγκρασία, κράση ή για την επιδερμίδα) αιματώδης·3. (κυρίως για άλογο) ζωηρός, θερμόαιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) … Dictionary of Greek
Μακ Ένροου, Τζον — (John Patrick McEnroe, Jr., Βισμπάντεν, Γερμανία 1959 –). Αμερικανός αθλητής της αντισφαίρισης (τένις). Γεννήθηκε στην πρώην Δυτική Γερμανία, καθώς ο πατέρας του υπηρετούσε στη βάση που είχε εκεί η πολεμική αεροπορία των ΗΠΑ. Αριστερόχειρας και… … Dictionary of Greek